- τεκτονία
- η, ΝΑ [τέκτων, -ονος]νεοελλ.βοτ. παλαιότερη ονομασία τού δένδρου τεκτόνααρχ.η τέχνη τού ξυλουργού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεκτονίας — τεκτονίᾱς , τεκτονία carpentry fem acc pl τεκτονίᾱς , τεκτονία carpentry fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκτονίης — τεκτονία carpentry fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՀԻՒՍՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0103 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c գ. τεκτονική fabrilis ars τεκτονία, τεκτοσύνη structura. Արհեստ եւ գործ հիւսան. հիւսնականն. հիւսնելն. *Զհիւսնութիւն փայտից գործել ըստ ամենայն գործոյ. Ել. ՟Լ՟Ա. 5: *Որպէս հիւսնութիւն,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)